- αθιβολή
- και ανθιβολή, η1. αμφιβολία«πάντα ν’ ο φίλος του κοντά κι αθιβολές τού φέρνει» (Ερωτόκριτος Α, 1349)2. αντίρρηση, φιλονικίαπαροιμ. «σε καΐκι και σε σπίτι η αθιβολή δε λείπει»3. ομιλία, συζήτηση«Τις τό λεγε μ’ ευλάβεια και τις με γέλιο πάλι, / και τούτων την αθιβολήν είχα μικροί μεγάλοι» (Ερωτόκριτος Β΄, 2171-2)4. μνεία για κάποιον ή κάτι«όλη μέρα χτες είχαμε την αθιβολή σου» (= είχαμε τ’ όνομά σου)5. κακή φήμη, δυσφήμηση6. αντικείμενο συζητήσεως«έγινε αθιβολή τού κόσμου»7. είδηση, γνώση8. (ως επίπληξη) σιωπή! τσιμουδιά![ΕΤΥΜΟΛ. < αφιβολή, με ανομοίωση τού χειλικού συνεχόμενου συμφώνου φ σε θ, λόγω τού ακολουθούντος, επίσης συνεχόμενου, χειλικού β συμφώνου (πρβλ. ἀθιβάλλω) < αμφιβολή.ΠΑΡ. αθιβολεύω (ΙΙ)].
Dictionary of Greek. 2013.